- αθερόσπερμα
- (atherosperma). Ονομασία γένους φυτών της οικογένειας των μονιμιδών, με ένα μόνο είδος, το α. το μοσχάτο, ιθαγενές της Αυστραλίας. Είναι φυτό αείφυλλο, με φύλλα αρωματικά, με άφθονα εκκριτικά κύτταρα· χρησιμοποιείται από τους Αυστραλούς ως αφέψημα. Ο φλοιός του χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική για την παρασκευή διουρητικών φαρμάκων, επειδή περιέχει αθεροσπερμίνη και σαφραλίνη. Το ξύλο του, τέλος, χρησιμοποιείται στη ναυπηγική γιατί είναι σκληρό και δεν σαπίζει.
Dictionary of Greek. 2013.